ταλασιουργικός

ταλασιουργικός
-ή, -όν, Α [ταλασιουργός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταλασιουργία*
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ταλασιουργική
(ενν. τέχνη) η ταλασιουργία*.
επίρρ...
ταλασιουργικῶς Α
με επεξεργασία μαλλιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταλασιουργικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλασιουργικῶν — ταλασιουργικός of fem gen pl ταλασιουργικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλασιουργικόν — ταλασιουργικός of masc acc sg ταλασιουργικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλασιουργικοῖς — ταλασιουργικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλασιουργικῆς — ταλασιουργικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλασιουργική — ταλασιουργικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλασιουργικήν — ταλασιουργικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλασιουργικῶς — ταλασιουργικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλασήϊος — ΐα, ον, ΜΑ φρ. «ταλασήϊος ίδρώς» ιδρώτας που προέρχεται από τον κόπο που καταβάλλει κανείς κατά την ταλασιουργία* αρχ. (επικ. τ.) 1. ταλασιουργικός* 2. κατάλληλος για ταλασιουργία* 3. φρ. «ταλασήϊα ἔργα» η ταλασιουργία* (Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”